Η εννοιολογική σημασία του όρου "πολιτισμός" είναι ένα θέμα που με απασχολούσε ιδιαίτερα ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια, μέσα από τις καταλυτικές συζητήσεις που κάναμε με την αξέχαστη Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος. Κρατάω χρόνια μέσα μου αυτόν τον προβληματισμό, ο οποίος μπόρεσε και εκφράστηκε σε δυο άρθρα μου που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Τετράδια, του Κέντρου Ιστορίας Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (ΚΙΑΘ), πριν από μερικά χρόνια. Με αφορμή μια σχετική συζήτηση για το θέμα επανήλθα στα άρθρα μου αυτά και θέλησα να τα αναρτήσω κι εδώ, στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου.
Χαρά Ανδρεΐδου, Ο πολιτισμός ως culture
Η ελληνική λέξη πολιτισμός, που τόσο συχνά χρησιμοποιούμε όλοι μας, είναι φορτισμένη με πολλές, διαφορετικές σημασίες και σημαίνει συνήθως κάτι διαφορετικό την κάθε φορά, αναλόγως με το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται. Η λέξη πολιτισμός χρησιμοποιείται άλλες φορές ως αντίστοιχο του όρου culture ή Kultur και άλλες φορές ως αντίστοιχο του όρου civilization ή civilisation. Μερικές φορές ταυτίζεται με την έννοια της κοινωνίας ή της κοινωνικής ομάδας, άλλες φορές χρησιμοποιείται σε αντιπαράθεση ή σε αντιδιαστολή με την έννοια φύση και φυσικό. Πολύ συχνά χρησιμεύει για να δηλώνει κώδικες συμπεριφοράς που εμπεριέχουν μια αξιολογική διαβάθμιση, ώστε να υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στο πολιτισμένο και το απολίτιστο, το μη-πολιτισμένο. Με το ίδιο αξιολογικό εννοιολογικό φορτίο ταυτίζεται με τα ανώτερα προϊόντα του τρόπου ζωής μιας κοινότητας, προϊόντα που έχουν να κάνουν με την υψηλή τέχνη, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Μέσα από όλα αυτά τα εννοιολογικά φορτία είναι πολύ δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια και σαφήνεια το περιεχόμενο της ελληνικής λέξης πολιτισμός. Η ίδια η λέξη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα τον 18ο αιώνα από τον Αδαμάντιο Κοραή, ως μετάφραση του γαλλικού όρου civilisation και από τότε χρησιμοποιείται αδιάκοπα με όλες τις σημασίες που αναφέραμε παραπάνω, συμπεριλαμβανομένης και της σημασίας του όρου παιδεία.
Η λέξη παιδεία εμφανίζεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία και σημαίνει τη διαδικασία της αγωγής, της εκπαίδευσης δηλαδή του ανθρώπου με στόχο να φθάσει στον καλύτερο εαυτό του, στην τέλεια μορφή της ανθρώπινης φύσης, να αποκτήσει ήθος, αρετή και να γίνει καλός κ’ αγαθός. Η έννοια της παιδείας στην αρχαία ελληνική γραμματεία και κοινωνία εμπεριέχει μια έννοια αξιολογικής κατάταξης και διαχωρισμού των κοινωνικών, καθώς και των εθνικών ομάδων, καθώς αυτός που έχει παιδεία διαχωρίζεται από τον βάναυσο, δηλαδή τον άνθρωπο που με τη δουλειά των χεριών του κερδίζει τον βίο του, καθώς και από τον βάρβαρο δηλαδή αυτόν που ανήκει σε ένα άλλο έθνος και δεν μετέχει στα ιδεώδη της ελληνικής παιδείας. Η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης αλλά και της εθνικής υπεροχής όσον αφορά το προνόμιο της παιδείας διαφαίνεται ξεκάθαρα στον ελληνικό πολιτισμό έως και την κλασική περίοδο. Στα ελληνιστικά χρόνια, με τις καταλυτικές αλλαγές που έφερε στην κοσμοθεωρία των Ελλήνων αλλά και του αρχαίου κόσμου γενικότερα η κατάργηση των συνόρων και η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών μέσα στα ελληνιστικά βασίλεια, η μια παράμετρος, αυτή του εθνικού διαχωρισμού, καταργείται, καθώς Έλληνας, με την έννοια πάντα του καλού κ’ αγαθού θεωρείται οποιοσδήποτε μετέχει της ελληνικής παιδείας, ανεξαρτήτως της εθνικής ή φυλετικής του καταγωγής. Η κοινωνική όμως κατηγοριοποίηση παραμένει, καθώς το ιδεώδες της παιδείας παραμένει προνόμιο της άρχουσας τάξης, που όμως δεν είναι πια μόνο η αριστοκρατική τάξη, αλλά και η οικονομικά ισχυρή αστική τάξη.
Ο Κικέρωνας εισάγει για πρώτη φορά στη λατινική γλώσσα τη λέξη cultura, από το ρήμα colere, που σημαίνει καλλιεργώ. Σημαίνει δηλαδή στην κυριολεξία καλλιέργεια και είναι το αντίστοιχο της ελληνικής λέξης παιδεία. Από τη λατινική λέξη cultura προέρχονται οι σημερινοί όροι culture και Kultur, που στα ελληνικά μεταφράζουμε ως πολιτισμός, αλλά χρησιμοποιούμε και αμετάφραστα, ως κουλτούρα.
Η λέξη culture από τη στιγμή της εμφάνισής της έως σήμερα έχει δεχθεί πολλούς διαφορετικούς ορισμούς, που αντανακλούν τις διαφορετικές κάθε φορά θεωρίες μέσα στις οποίες ενσωματώθηκε. Το 1952, στο πλαίσιο μιας εθνολογικής μελέτης, καταγράφηκαν 164 διαφορετικοί ορισμοί της λέξης culture, αριθμός εντυπωσιακός και ενδεικτικός της εννοιολογικής διάστασης που υπάρχει ως προς τη χρήση του όρου αυτού από διαφορετικές επιστημονικές ομάδες και θεωρίες. Ακόμη και σήμερα το εννοιολογικό της φορτίο εξακολουθεί να εξελίσσεται και να εμπλουτίζεται με νέες κάθε φορά προοπτικές, που εναρμονίζονται και υπαγορεύονται από τα συνεχώς εξελισσόμενα και μεταβαλλόμενα δεδομένα της παγκόσμιας κοινότητας.
Μια ευρύτατα διαδεδομένη χρήση του όρου είναι αυτή που είναι συνήθως κοινή στην καθημερινή μας ζωή, με την έννοια της κοινωνικής καλλιέργειας. Ο πολιτισμένος άνθρωπος είναι ο καλλιεργημένος άνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει υιοθετήσει μια σειρά συμπεριφορών και πεποιθήσεων οι οποίες τον τοποθετούν σε ένα σκαλοπάτι, σε ένα επίπεδο παραπάνω από τον ακαλλιέργητο, τον απολίτιστο, τον μη-πολιτισμένο άνθρωπο. Είναι η έννοια του πολιτισμού που έχει τις ρίζες της στην παιδεία του αρχαίου ελληνικού κόσμου και στην cultura της λατινικής γραμματείας. Τη σημασία αυτή του όρου culture υιοθέτησε και προέβαλε ο δυτικός κόσμος μέσω του κινήματος του Διαφωτισμού στον 18ο αιώνα. Για το Διαφωτισμό η έννοια culture ταυτίζεται σχεδόν με την έννοια civilization και έρχεται σε αντιπαράθεση με την έννοια της φύσης. Ο πολιτισμός ως culture και ως civilisation είναι για τους θεωρητικούς του Διαφωτισμού το σύνολο των συμπεριφορών και πεποιθήσεων που έχει ενσωματώσει η κυρίαρχη κοινωνική τάξη του δυτικού κόσμου, ένα οργανωμένο σύστημα από σύμβολα και κώδικες που σταθεροποιεί και ενισχύει την ενότητα της τάξης αυτής. Η έννοια culture σύμφωνα με τις αρχές του Διαφωτισμού εμπεριέχει την έννοια της προόδου και της εξέλιξης, της συνεχούς δηλαδή βελτίωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς ώσπου να κατακτηθεί το μοντέλο πολιτισμού της κυρίαρχης τάξης. Είναι φανερή εδώ η διαφοροποίηση, και ως προς την ταξική διαστρωμάτωση αλλά και ως προς τον εθνικό διαχωρισμό. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αλλά επίσης και οι αυτόχθονες κάτοικοι των αποικιών των δυτικών αυτοκρατοριών οφείλουν να αποδεχθούν το δυτικό πολιτισμό, που θεωρείται πως είναι ο μόνος πολιτισμός και μέσα από μια συνεχή προσπάθεια αλλαγής του τρόπου ζωής τους να γίνουν και αυτοί μέτοχοι του ενός πολιτισμού, αυτού της κυρίαρχης δυτικής κοινωνικής τάξης. Ο πολιτισμός αυτός εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από τα ανώτερα προϊόντα του, δηλαδή την υψηλή τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, προνόμια των πολιτισμένων ανθρώπων της Δύσης, που τους διαχωρίζουν από τις μη-πολιτισμένες υπόλοιπες ομάδες. Είναι μια πολύ ελιτίστικη άποψη για τον πολιτισμό, που εμπεριέχει ταυτόχρονα και μια βαθιά αντίφαση. Από τη μια μεριά επιθυμεί την αλλοτρίωση όλων των διαφορετικών τρόπων ζωής και την εξομοίωσή τους με τον κυρίαρχο πολιτισμό και από την άλλη κρατά τον υψηλό πολιτισμό ως μια στέρεη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην κυρίαρχη ομάδα και τις διάφορες υποομάδες.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, το κίνημα του Ρομαντισμού θέτει σε νέες βάσεις την έννοια του πολιτισμού. Οι ρομαντικοί κρατούν το διαχωρισμό ανάμεσα στην κυρίαρχη κοινωνική ομάδα και τις υπόλοιπες κοινωνικές και εθνικές ομάδες, καθώς και την αντιδιαστολή ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση, μόνο που οι αξίες αντιστρέφονται. Ο τρόπος ζωής των παραδοσιακών κοινωνιών, που ζουν σε άμεση επαφή με τη φύση και τις παραδόσεις, προβάλλεται ως ο τρόπος ζωής που είναι κοντά στην ουσία, στην αυθεντική φύση του ανθρώπου, ενώ ο τρόπος ζωής της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας απαξιώνεται ως επιτηδευμένος και επιφανειακός και τα ανώτερα προϊόντα του θεωρούνται διεφθαρμένα και χωρίς ουσία. Μέσα στο πνεύμα αυτό ο παραδοσιακός τρόπος ζωής, οι παραδοσιακές αξίες και κώδικες συμπεριφοράς θεωρούνται ανώτεροι από αυτούς της άρχουσας τάξης των πόλεων και εξαίρεται ο πολιτισμός των παραδοσιακών, λαϊκών στρωμάτων, και στην πόλη αλλά κυρίως στην ύπαιθρο, όπου βρίσκονται σε άμεση επαφή με τη Φύση. Με την ίδια λογική επαινείται ο τρόπος ζωής, ο πολιτισμός των αυτοχθόνων κατοίκων των αποικιών, καθώς δεν έχει μολυνθεί από τη διαφθορά και την επιτήδευση της άρχουσας τάξης και οι αυτόχθονες των αποικιών θεωρούνται ευγενείς άγριοι. Ο όρος που χρησιμοποιούν οι θεωρητικοί του Ρομαντισμού είναι culture και όχι civilization, ενώ μέσα στο πνεύμα του Διαφωτισμού οι δυο όροι θεωρούνταν σχεδόν ταυτόσημοι και χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως.
Το ρομαντικό κίνημα ευνόησε τη γένεση και της γερμανικής προσέγγισης, η οποία αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως κοσμοθεωρία. Την περίοδο εκείνη η γερμανική πολιτική άρχουσα τάξη αναζητούσε έναν κοινό παρονομαστή για να ενώσει όλες τις μικρές κοινωνικές ομάδες που βρισκόταν στην επικράτεια του μετέπειτα γερμανικού κράτους κάτω από μια ομπρέλα που θα τους έδινε μια κοινή συνείδηση, μια κοινή ταυτότητα. Διατύπωσαν λοιπόν οι γερμανοί θεωρητικοί τη θεωρία της ψυχής και του πνεύματος του γερμανικού λαού, που ζούσε μέσα στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες των γερμανόφωνων ομάδων και δεν είχε αλλοτριωθεί ούτε διαφθαρεί από τον πολιτισμό της άρχουσας τάξης. Η αγνή ψυχή του γερμανικού λαού, όπως εκφραζόταν μέσα από τον παραδοσιακό πολιτισμό του, διαχώριζε τις ομάδες αυτές από τους μη-γερμανούς και αποτέλεσε το ενωτικό σημείο όλων των επιμέρους ομάδων. Σ’ αυτήν βασίστηκε η θεωρία του εθνικισμού και της καθαρότητας της αρείας φυλής, που γέννησε αργότερα το ναζισμό. Στη γερμανική προσέγγιση ωστόσο χρωστάμε και τη γένεση της λαογραφίας ως επιστήμης του παραδοσιακού πολιτισμού.
Στον 20ο αιώνα οι θεωρίες περί πολιτισμού ως culture εξελίχθηκαν σε πολλά επίπεδα, σύμφωνα με τις νέες επιστημονικές προσεγγίσεις. Σταδιακά εγκαταλείφθηκε η προσέγγιση που πρέσβευε την αξιολογική κατάταξη των πολιτισμών, κρίνοντας έναν ως ανώτερο από τους άλλους, και απορρίφθηκε επίσης η αντιπαράθεση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση. Η επιστήμη και η παγκόσμια κοινωνία αποδέχθηκε το γεγονός πως υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί πολιτισμοί, που διαμορφώνονται κάθε φορά ανάλογα με τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργούνται. Δεν υπάρχει μόνο ο δυτικός πολιτισμός, αλλά και οι πολιτισμοί ομάδων που κατοικούν σε άλλα σημεία του πλανήτη και έχουν συστήματα αξιών και τρόπους ζωής τελείως διαφορετικά από αυτά των κατοίκων της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Δεν υπάρχει μόνο ο πολιτισμός των ανώτερων κοινωνικά τάξεων αλλά όλων των κοινωνικών τάξεων που συνυπάρχουν μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο. Κανένας από αυτούς δεν προκρίνεται ως ανώτερος των άλλων και κυρίως, δεν θεωρούνται αποδεκτές – δυστυχώς σε θεωρητικό μόνο επίπεδο – οι κάθε είδους προσπάθειες αφομοίωσης και αλλοτρίωσης του ενός πολιτισμού από τον άλλο.
Πολύ σημαντικό ρόλο στη μοντέρνα διάσταση του όρου πολιτισμός ως culture έχουν οι διάφοροι υπο-πολιτισμοί (sub-cultures). Θεωρείται ότι μέσα σε κάθε μεγάλο σύνολο, είτε είναι εθνικό είτε είναι θρησκευτικό, γλωσσικό ή ο,τιδήποτε άλλο, υπάρχουν υποομάδες, που μοιράζονται ένα ή περισσότερα στοιχεία, τα οποία και τις χαρακτηρίζουν ως ενότητες και οι οποίες αναπτύσσουν ένα δικό τους πολιτισμό-sub-culture, που τις χαρακτηρίζει και τις διακρίνει από τις υπόλοιπες ομάδες μέσα στο πλαίσιο του μεγάλου συνόλου. Ο πολιτισμός ως culture διακρίνεται σε υψηλό πολιτισμό (high culture) που περιλαμβάνει τα ανώτερα προϊόντα του τρόπου ζωής της κυρίαρχης συνήθως ομάδας, σε πολιτισμό των μαζών (popular ή mass culture) ή χαμηλό πολιτισμό (low culture) που αναφέρεται κυρίως στον τρόπο ζωής των ασθενέστερων οικονομικά και κοινωνικά ομάδων, σε παραδοσιακό πολιτισμό (traditional ή folk culture), σε πολιτισμό πρωτόγονων ομάδων (primitive culture), υλικό πολιτισμό (material culture), ακόμη και σε μη-δυτικό πολιτισμό (non-western culture), ορίζοντας ενδεικτικά τις άπειρες κατηγορίες πολιτισμού στον πλανήτη.
Τις τελευταίες δεκαετίες, με τη μαζική μετακίνηση ανθρώπων διαφορετικής πολιτιστικής, εθνικής, γλωσσικής, θρησκευτικής, πολιτιστικής καταγωγής και τη συνύπαρξή τους σε ένα χώρο, ο δυτικός κόσμος, κυρίως τα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη, αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ειρηνικής συμβίωσης και της δημιουργικής συνύπαρξης όλων αυτών των διαφορετικών πολιτιστικών ομάδων, τόσο μεταξύ τους όσο και με την κυρίαρχη ομάδα. Αναπτύσσεται λοιπόν ραγδαία η πολυπολιτισμική ή διαπολιτισμική προσέγγιση, ένα θεωρητικό πλαίσιο δηλαδή πάνω στο οποίο θα στηριχθούν στρατηγικές και πρακτικές ώστε να μπορέσουν όλες αυτές οι ομάδες να συνυπάρξουν ειρηνικά αλλά και δημιουργικά, χωρίς να αλλοιωθούν τα βασικά χαρακτηριστικά τους και χωρίς να αλλοτριωθούν από την κυρίαρχη ομάδα, αλλά ταυτόχρονα και χωρίς να περιχαρακωθούν πίσω από την έννοια της διατήρησης της παράδοσης και της πολιτιστικής τους ταυτότητας και να αποκοπούν από το κοινωνικό γίγνεσθαι του χώρου όπου ζουν. Είναι ένα μεγάλο στοίχημα, ένα εγχείρημα που θα ευοδωθεί μόνο εάν όλοι κατανοήσουν την έννοια του πολιτισμού και συνειδητοποιήσουν τη σημασία που έχει ο πολιτισμός για την ύπαρξη και εξέλιξη κάθε ομάδας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό εξακολουθεί η προσπάθεια να δοθεί ένας γενικά αποδεκτός ορισμός του πολιτισμού ως culture, πάνω στην κατανόηση και την αποδοχή του οποίου θα βασίζονται όλες οι περαιτέρω ενέργειες σχετικά με τους πολιτισμούς του κόσμου και τις διάφορες ομάδες που τους ενσωματώνουν. Σύμφωνα με τις νέες προσεγγίσεις λοιπόν ο πολιτισμός ως culture είναι ο οργανωμένος τρόπος ζωής μιας ομάδας ανθρώπων και έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά. Είναι το σύνολο των συμπεριφορών, γνώσεων, θρησκευτικών και άλλων πεποιθήσεων, τέχνης, εθίμων και όλων των άλλων συνηθειών και δεξιοτήτων που αποκτά ο άνθρωπος ως μέλος μιας ομάδας, μιας κοινότητας, και το οποίο σύνολο αυτό περνά από γενιά σε γενιά μέσω της μάθησης και όχι μέσω του γενετικού υλικού. Ο πολιτισμός βασίζεται πάνω σε ένα κοινώς αποδεκτό σύστημα συμβόλων που αναφέρονται σε όλες τις εκφράσεις του τρόπου ζωής μια ομάδας, όπως αξίες, κανόνες, θεσμούς, πεποιθήσεις, συμπεριφορές, αντικείμενα και φέρουν το ίδιο νόημα από όλα τα μέλη της κοινωνίας που το μοιράζονται. Η ομάδα που υιοθετεί και εξασκεί το συγκεκριμένο σύνολο συμπεριφορών και πεποιθήσεων, το συγκεκριμένο συμβολικό σύστημα, θεωρεί τον εαυτό της ως μια ενότητα και επιθυμεί, μέσω του πολιτισμού της, να διακριθεί από τις άλλες ομάδες. Δηλαδή ο πολιτισμός γίνεται παράγοντας κοινωνικής συνοχής και σταθεροποίησης στο εσωτερικό της ομάδας, ενώ συγχρόνως λειτουργεί και ως διακριτικό στοιχείο ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες. Στη διάστασή του αυτή αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητας της ομάδας και συνεπώς υπάρχουν πολλοί πολιτισμοί, εφόσον κάθε διακριτή – μέσα στο χρόνο και μέσα στο χώρο – ομάδα ανθρώπων έχει το δικό της πολιτισμό.
Το 1982 οργανώθηκε στο Μεξικό η Mondiacult (Conférence mondiale sur les politiques culturelles), η παγκόσμια σύνοδος για την πολιτιστική πολιτική. Από τη σύνοδο αυτή προέκυψε ο παρακάτω ορισμός του πολιτισμού ως culture: ««Με την ευρεία του έννοια ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει σήμερα το σύνολο των διαφοροποιών στοιχείων, πνευματικών και υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών που χαρακτηρίζουν μια κοινωνία ή μια κοινωνική ομάδα. Συμπεριλαμβάνει, εκτός των γραμμάτων και των τεχνών, τον τρόπο ζωής, τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, το σύστημα αξιών, τις παραδόσεις και τα δόγματα. […] Με την στενή του έννοια εννοεί κυρίως το σύνολο των αξιών, καθώς και τις γνωστικές και αισθητικές συνήθειες μιας κοινότητας και υπό αυτό το πρίσμα περιλαμβάνει την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τα κινήματα σκέψης».
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην περιοδική έκδοση του Κέντρου Ιστορίας Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (ΚΙΑΘ, Τετράδια, τ. 1, σ. 11-14, Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2008
Χαρά Ανδρεΐδου, O πολιτισμός ως civilization
O όρος πολιτισμός, στη σχετικά σύντομη πορεία του από τη στιγμή που εμφανίστηκε στην ελληνική γλώσσα τον 18ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας, έχει δεχθεί ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών ερμηνειών, οι οποίες κάθε φορά, ορμώμενες από διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο, σηματοδοτούν και διαφορετικές έννοιες.
Στην ελληνική γλώσσα με τον όρο πολιτισμός μεταφράζουμε δυο διαφορετικές ομάδες λέξεων της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας, με κοινή ρίζα η κάθε ομάδα, συγκεκριμένα τις λέξεις “culture” στα αγγλικά και γαλλικά ή “Kultur” στα γερμανικά, καθώς και τις λέξεις “civilization” στα αγγλικά, “civilisation” στα γαλλικά, “zivilisation”στα γερμανικά. Οι δυο διαφορετικές αυτές ομάδες λέξεων ωστόσο αντικατοπτρίζουν και διαφορετικές ερμηνείες για την έννοια που περιγράφουν. Επιπλέον και οι δυο όροι έχουν διττή έννοια, υποδηλώνουν δηλαδή και το κοινωνικό σύστημα αλλά και τον τρόπο ζωής των μελών του συστήματος αυτού με όλα τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο και προκαλώντας σύγχυση στις προσπάθειες ορισμού.
Στη ξενόγλωσση βιβλιογραφία ο όρος civilization δεν ταυτίζεται με τον όρο culture. Στη Mondiacult, την παγκόσμια σύνοδο για την πολιτιστική πολιτική (Μεξικό, 1982) ο όρος culture περιγράφεται ως εξής: «Με την ευρεία του έννοια ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει σήμερα το σύνολο των διαφοροποιών στοιχείων, πνευματικών και υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών, που χαρακτηρίζουν μια κοινωνία ή μια κοινωνική ομάδα. Συμπεριλαμβάνει, εκτός των γραμμάτων και των τεχνών, τον τρόπο ζωής, τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, το σύστημα αξιών, τις παραδόσεις και τα δόγματα. […] Με την στενή του έννοια εννοεί κυρίως το σύνολο των αξιών, καθώς και τις γνωστικές και αισθητικές συνήθειες μιας κοινότητας και υπό αυτό το πρίσμα περιλαμβάνει την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τα κινήματα σκέψης.». Ουσιαστικά culture είναι ο τρόπος oργάνωσης της ζωής μιας ομάδας ανθρώπων που ζει σε συγκεκριμένο τόπο και σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες που διαμορφώνουν αυτόν τον τρόπο ζωής.
Ποιος όμως είναι ο ορισμός του civilization και ποια από τις δυο λέξεις, culture ή civilization, είναι η πλέον δόκιμη για την ερμηνεία του ελληνικού όρου πολιτισμός; Ο όρος civilization προέρχεται από τη λατινική λέξη civilis, τη γενική πτώση του ουσιαστικού civis, και σημαίνει πολίτης, δηλαδή αυτός που ζει στην πόλη, όχι όμως μόνο με τη γεωγραφική έννοια, αλλά με μια ευρύτερη, αυτός που ζει στην πόλη και υπόκειται στους νόμους της. Oι ρίζες του όρου βρίσκονται στο λατινικό αντίστοιχο του ελληνικού όρου πόλις, όπως οριζόταν στην αρχαία ελληνική γραμματεία, ως πόλη-κράτος με νομοθεσία και εθνική κυριαρχία, με το αντίστοιχό της στην πόλη-κράτος της Ρώμης, πριν την ίδρυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η πόλη, με την έννοια του αστικού κέντρου, προέρχεται από τη λατινική ρίζα urb-, όπως και όλα τα σύγχρονα παράγωγά της (urban, urbanization κ.λ.π.).
Στον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός ανέθεσε στους νομικούς του να κωδικοποιήσουν το ρωμαϊκό δίκαιο. Το νομοθετικό πόνημα που προέκυψε ονομάστηκε Corpus Juris Civilis και περιλαμβάνει το πολιτειακό δίκαιο, το δίκαιο στο οποίο υπόκεινται οι πολίτες της αυτοκρατορίας, δηλαδή όλοι όσοι κατοικούν μέσα στα όρια της.
Με βάση το Corpus Juris Civilis η ρίζα civil- και η παράγωγή της έννοια, civilization, αναφέρεται στους πολίτες, με την έννοια των υπηκόων, όσων δηλαδή υπόκεινται στη νομοθεσία ενός κρατικού μηχανισμού, έως τον 18ο αιώνα. Ο Διαφωτισμός χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο με την έννοια της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας από την αγριότητα στον πολιτισμό, περνώντας μέσα από διάφορα στάδια. Στα κείμενα του Διαφωτισμού οι όροι civilization και culture χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση μεταξύ τους και αναφέρονται πάντοτε στο εκλεπτυσμένο και καλλιεργημένο στάδιο της ανθρωπότητας που εκπροσωπεί ο τρόπος ζωής της δυτικής ελίτ, αριστοκρατικής και οικονομικής, σε αντιδιαστολή με τη βαρβαρότητα των πρωτόγονων κοινωνιών και τη βαναυσότητα των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων.
Η πρώτη διάκριση μεταξύ civilization και culture γίνεται στο 19ο αιώνα, στο πλαίσιο του ρομαντικού κινήματος, που πρεσβεύει ότι η Kultur είναι το προϊόν της ψυχής του λαού, περνάει από γενιά σε γενιά και φορείς του είναι ο πληθυσμός της υπαίθρου και οι εργατικές τάξεις, ενώ αντίθετα οι κάτοικοι των πόλεων έχουν διαφθαρεί επειδή έχασαν την επαφή τους με τη φύση.
Στο χρονικό αυτό σημείο γίνεται για πρώτη φορά η διάκριση ανάμεσα σε culture και civilization και οι δυο λέξεις αρχίζουν να σηματοδοτούν διαφορετικές έννοιες. Η σύγχρονη ερμηνεία του πολιτισμού ως culture ορίστηκε παραπάνω. Πώς ερμηνεύεται όμως ο πολιτισμός ως civilization;
Όπως και με την culture, έχουν δοθεί κατά καιρούς και από διαφορετικά επιστημονικά ρεύματα διάφοροι ορισμοί του civilization. Συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία οι δυο όροι χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι, χωρίς να είναι. Στην ελληνική βιβλιογραφία το πρόβλημα είναι εντονότερο, καθώς υπάρχει μόνο μια λέξη, πολιτισμός, για να αποδώσει τις λέξεις culture και civilization, καθώς και τις αντίστοιχές τους έννοιες. Κατ’αρχήν civilization είναι μια ομάδα ανθρώπων και συγχρόνως ο τρόπος ζωής τους. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που τον ταυτοποιούν ως civilization και τον διαχωρίζουν από συναφείς του έννοιες, όπως culture, κοινωνία, κοινότητα, κράτος; Όπως ο όρος culture, έτσι και ο όρος civilization αναφέρεται σε μια ομάδα ανθρώπων που ζει σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Και ενώ κάθε ομάδα ανθρώπων από την αρχή της ανθρωπότητας έως σήμερα είναι φορέας μιας culture, ωστόσο δεν ορίζεται απαραίτητα και ως civilization. Οι civilizations έχουν μια σειρά από επιπλέον χαρακτηριστικά, που όλα είναι απόρροια μιας συγκεκριμένης πρακτικής που οι ομάδες αυτές υιοθέτησαν κάποια στιγμή της πορείας τους μέσα στο χρόνο, και αυτή είναι η αγροτική καλλιέργεια.
Με την αρχή της καλλιέργειας της γης, όποτε κι αν αυτή συνέβη για κάθε διαφορετική πληθυσμιακή ομάδα, εγκαταλείφθηκε ο νομαδικός τρόπος ζωής που είχαν οι κοινωνίες στο προηγούμενο στάδιο, όταν ήταν κυνηγοί και καρποσυλλέκτες. Ομάδες ανθρώπων εγκαταστάθηκαν μόνιμα κάπου και καλλιεργούσαν τη γη. Άρχισαν να χτίζουν μονιμότερες κατασκευές ως οικίες, ενώ από τη συνεχή βελτίωση των τεχνικών καλλιέργειας προέκυψαν αποθέματα τροφής, στα οποία βασιζόταν η κοινότητα για την επιβίωσή της κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου. Το κρίσιμο θέμα της διαχείρισης των αποθεμάτων τροφής βρήκε τη λύση του στις πρώτες μορφές κεντρικής εξουσίας, με τον ορισμό ενός αρχηγού. Η κεντρική εξουσία χρειάστηκε υποστήριξη στο έργο της για τη διαχείριση των αποθεμάτων της τροφής και σχημάτισε ένα είδος στρατού, από άτομα που δεν καλλιεργούσαν πια τη γη, τους πρώτους επαγγελματίες στρατιώτες. Είναι η πρώτη μορφή εξειδίκευσης της εργασίας, με το σχηματισμό της πρώτης μη-παραγωγικής κοινωνικής ομάδας, η οποία στηριζόταν για την επιβίωσή της στην κατανομή των αποθεμάτων τροφής από την κεντρική εξουσία. Η μόνιμη εγκατάσταση και η διαχείριση των αποθεμάτων τροφής είχε ως αποτέλεσμα να σχηματιστούν σταδιακά και άλλες μη-παραγωγικές ομάδες ανθρώπων, όπως χτίστες, μεταλλουργοί, κεραμοποιοί και διάφοροι άλλοι τεχνίτες, σχηματίζοντας αυτό που ονομάζουμε μέση τάξη, την κοινωνική δηλαδή ομάδα ανάμεσα στους παραγωγούς της τροφής και την κεντρική εξουσία.
Καθώς οι μόνιμα πια εγκατεστημένοι κάτοικοι διάφορων κοντινών σε απόσταση οικισμών συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να αμυνθούν ευκολότερα ενάντια στις περιπλανώμενες ομάδες που εποφθαλμιούσαν τα αποθέματα της τροφής τους, εάν σχημάτιζαν συμμαχίες μεταξύ τους, ενώθηκαν σε χαλαρές αρχικά, πιο συμπαγείς αργότερα συμμαχίες, από τις οποίες προέκυψαν σταδιακά τα πρώτα κρατικά μορφώματα, τα πρώτα κράτη. Οι επιμέρους οικισμοί ανέδειξαν μια κεντρική εξουσία για όλη την επικράτεια του δικτύου, θεσπίζοντας το θεσμό του ανώτατου άρχοντα, του βασιλιά.
Στον οικισμό όπου ήταν εγκατεστημένη η κεντρική εξουσία εγκαταστάθηκαν και διάφοροι τεχνίτες, γιατί εκεί έβρισκαν ευκολότερα δουλειά, ενώ εκεί ήταν εγκατεστημένος και ο στρατός. Ο οικισμός αυτός μεγάλωσε δυσανάλογα προς τους γειτονικούς του και σχηματίστηκαν οι πρώτες πόλεις. Όσο περισσότερος πληθυσμός συγκεντρωνόταν στις πόλεις και όσο μεγαλύτερα γινόταν τα αποθέματα της τροφής μέσα από τη βελτίωση των καλλιεργειών, τόσο εδραιωνόταν και ενισχυόταν η θέση της κεντρικής εξουσίας, η οποία χρειαζόταν περισσότερα στηρίγματα και ερείσματα για να δικαιολογήσει και να ισχυροποιήσει τη θέση της. Στράφηκε στη θρησκεία, η οποία οργανώθηκε, απόκτησε αυστηρό τυπικό και τελετουργίες και παρεισέφρησε σε όλους τους τομείς της ζωής των πιστών της. Γύρω από την κεντρική εξουσία και την θρησκευτική αρχή συγκεντρώθηκε σταδιακά ένας αριθμός ατόμων με ειδικά προνόμια, οι αριστοκράτες και οι ιερείς. Σχηματίστηκαν οι πρώτες ιεραρχημένες κοινωνίες, με διακριτά κοινωνικά στρώματα, τα οποία είχαν και διαφορετικά προνόμια και υποχρεώσεις: η κεντρική εξουσία, η οποία συχνά ταυτιζόταν με τη θρησκευτική αρχή, καθώς ο βασιλέας ήταν και αρχιερέας, η αριστοκρατία, πολιτική και θρησκευτική, η μεσαία τάξη, όπου συγκαταλέγονταν οι κάθε είδους τεχνίτες και οι επαγγελματίες στρατιώτες και τέλος, η παραγωγική τάξη των καλλιεργητών της γης.
Το κοινωνικό σύστημα άρχισε να γίνεται αρκετά πολύπλοκο και ήταν απαραίτητη η εδραίωση μιας σειράς από κανόνες που θα ρύθμιζαν τις διάφορες παραμέτρους ζωής του πληθυσμού. Εξελίχθηκε η νομοθεσία, η οποία στην αρχή ήταν μη-καταγεγραμμένη και είχε τη μορφή του εθιμικού δικαίου, σταδιακά όμως προέκυψε η ανάγκη καταγραφής της για να έχει πιο μόνιμο και μη-αμφισβητήσιμο χαρακτήρα. Από την ανάγκη αυτή καθώς και από την ανάγκη καταγραφής των αποθεμάτων της τροφής και του πλούτου γενικότερα για την καλύτερη διαχείρισή τους από την κεντρική εξουσία, γεννήθηκε η γραφή, αρχικά ως μέσο ελέγχου της κεντρικής εξουσίας, περιορισμένη σε έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων. Όσο ο πληθυσμός των πόλεων αλλά και των κρατικών μηχανισμών αυξανόταν και ο τρόπος ζωής γινόταν όλο και πιο πολύπλοκος, η κεντρική εξουσία δημιούργησε ένα πολύπλοκο σύστημα γραφειοκρατίας που στήριζε όλο αυτό το οικοδόμημα και έλεγχε όλες τις παραμέτρους ζωής των υπηκόων της. Ένα άλλο στήριγμα της κεντρικής εξουσίας αλλά και της οργανωμένης θρησκείας για να κρατούν τον πληθυσμό υπό έλεγχο ήταν η μνημειακή αρχιτεκτονική. Κτίρια μνημειακών διαστάσεων, τα οποία δημιουργούσαν το αίσθημα του δέους στους υπηκόους και στους πιστούς, τόνιζαν τη διαφορά ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και νομιμοποιούσαν την εξουσία της άρχουσας τάξης. Τα μνημειακά κτίρια, για τους ίδιους λόγους, στολίσθηκαν με έργα ζωγραφικής και γλυπτικής και έτσι εξελίχθηκαν οι εικαστικές τέχνες. Τον ίδιο ρόλο ανέλαβε να παίξει και η λογοτεχνία, με τα πρώτα έργα να υμνούν τους θεούς καθώς και τις ηρωικές μορφές των βασιλέων που η καταγωγή τους κρατούσε απευθείας από τους θεούς. Η μνημειακή αρχιτεκτονική, η ανάγκη για συνεχή βελτίωση των τρόπων καλλιέργειας και των τρόπων επεξεργασίας των πρώτων υλών, η ανάγκη για δημόσια έργα που θα εξυπηρετούσαν τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό που συγκεντρωνόταν στις πόλεις και η βελτίωση των τρόπων μεταφοράς των προϊόντων από τα περιφερειακά κέντρα στην έδρα της κεντρικής εξουσίας ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες για την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Από τις δραστηριότητες αυτές προέκυπταν συνεχώς νέες επαγγελματικές ομάδες ατόμων που δεν καλλιεργούσαν τη γη, όπως τεχνίτες, καλλιτέχνες, γραφειοκράτες, ιερείς, στρατιώτες, επιστήμονες, οι οποίοι αντάλλασσαν τις υπηρεσίες τους ή τα προϊόντα που κατασκεύαζαν με μέρος του αποθέματος της τροφής. Αναπτύχθηκε το εμπόριο και καθώς το εμπορικό δίκτυο γινόταν όλο και πιο πολύπλοκο και εξαπλωνόταν συνεχώς και γεωγραφικά αλλά και ως προς τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσέφερε, γεννήθηκε το νομισματικό σύστημα.
Η κατασκευή και βελτίωση του οδικού δικτύου και συνεπώς των μετακινήσεων, η ανάγκη υπαγωγής των μικρότερων οικισμών στο πλαίσιο ασφάλειας που πρόσφερε μια ισχυρή κεντρική εξουσία, το σύστημα εμπορίας προϊόντων και υπηρεσιών και το δίκτυο των μεγάλων πόλεων με τους περιφερειακούς οικισμούς και την έκταση γης που περιελάμβαναν καθώς και η συστηματική καλλιέργεια από την κεντρική εξουσία και την οργανωμένη θρησκεία ενός αισθήματος κοινότητας και κοινής ταυτότητας ήταν οι κρίσιμοι παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία και στην παγίωση κρατικών μορφωμάτων, οι οποίοι ανταποκρίνονται στη σύγχρονη ερμηνεία του όρου civilization, όπως ορίζεται από όλους τους σχετικούς τομείς της έρευνας και της επιστήμης.
Εδώ και δεκαετίες γίνεται μια ανοικτή συζήτηση για το ποια από όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν βασικά κριτήρια για να προσδιοριστεί ένα κοινωνικό σύστημα ως civilization. Στοιχεία που θεωρούνται απαραίτητα από όλους τους ερευνητές είναι η αγροτική καλλιέργεια και η εγκατάσταση σε πόλεις, καθώς και η ύπαρξη κεντρικής εξουσίας και – ως επακόλουθά της - η κοινωνική διαστρωμάτωση και η γραφειοκρατική οργάνωση. Η ύπαρξη κεντρικής εξουσίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ενός κοινωνικού συστήματος ως civilization ουσιαστικά ταυτίζει το civilization με το κράτος. Ωστόσο στη χρήση του όρου αναιρείται ουσιαστικά η ταύτιση του civilization με το κράτος ή τουλάχιστον με το εθνικό κράτος, έτσι όπως το γνωρίζουμε από τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Στη βιβλιογραφία δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος English civilization ή German civilization, ενώ αντίθετα ευρέως γνωστοί είναι οι όροι Greek, Roman, Byzantine, Islamic, European, western, eastern civilization. Οι όροι αυτοί, είτε αναφέρονται σε παλιότερες είτε σε νεότερες εποχές, δηλώνουν μεγάλες γεωγραφικές περιοχές με σχετικά απρόσκοπτη επικοινωνία και διακίνηση, στην επικράτεια των οποίων ισχύει σε γενικές γραμμές ένας ομοιόμορφος τρόπος ζωής.
Σε παλαιότερες εποχές τα κοινωνικά συστήματα που αντιστοιχούν στα κριτήρια του ορισμού ενός civilization είναι οι αυτοκρατορίες. Επρόκειτο για μεγάλες γεωγραφικές περιοχές με εθνική κυριαρχία και ενιαία κεντρική εξουσία, χωρίς σύνορα, στα πλαίσια των οποίων ζούσε ένα πολύχρωμο μωσαϊκό λαών και γενικότερα ομάδων με διακριτά χαρακτηριστικά, με ελεύθερη διακίνηση πολιτών, αγαθών και ιδεών. Στα νεότερα χρόνια, με την κατάργηση των τελευταίων αυτοκρατοριών και της αποικιοκρατίας, ο όρος civilization αποδίδεται σε εκτεταμένες σφαίρες επιρροής, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερα εθνικά κράτη και διάφορες ομάδες πληθυσμού, ωστόσο δεν έχουν τα βασικά χαρακτηριστικά ενός κράτους, και συγκεκριμένα την κεντρική εξουσία και την εθνική κυριαρχία. Ως κύριο χαρακτηριστικό τους παραμένει η περισσότερο ή λιγότερο απρόσκοπτη επικοινωνία και διακίνηση πολιτών, αγαθών και κυρίως ιδεών και γενικότερα προϊόντων του πνεύματος. Τα άτομα που ζουν μέσα στις μεγάλες αυτές σφαίρες επιρροής μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά κοινωνικής οργάνωσης, εθιμικού δικαίου, τέχνης, θρησκείας, τεχνολογίας, νομοθεσίας, τα οποία υπαγορεύονται από κέντρα εξουσίας, όχι όμως πια κρατικής, αλλά πνευματικής, οικονομικής, καλλιτεχνικής. Τα κοινά χαρακτηριστικά λειτουργούν ως συνεκτικά στοιχεία και διαμορφώνουν ένα σχετικά ομοιόμορφο τρόπο οργάνωσης της ζωής και σε υλικό και σε πνευματικό επίπεδο. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης της ζωής τους είναι η αντιπροσωπευτική culture κάθε civilization, η οποία απλώνεται σαν ομπρέλα πάνω από όλες τις διαφορετικές ομάδες που ανήκουν σ’ αυτόν τον civilization, και διαμορφώνει τη γενικότερη ταυτότητα των μελών του.
Τα μέλη ενός civilization παράλληλα ανήκουν και σε μικρότερες ομάδες με διακριτά χαρακτηριστικά και μετέχουν στον τρόπο οργάνωσης της ζωής (culture) που υπαγορεύονται από τις μικρότερες αυτές κοινότητες. Υπό την έννοια αυτή η culture είναι ο τρόπος οργάνωσης της ζωής μιας ομάδας, ένα σύστημα που διαχωρίζει ομάδες ανθρώπων, ενώ αντίθετα ο civilization αποτελεί συνεκτικό στοιχείο, καθώς ενώνει μέλη διαφορετικών cultures σε ευρύτερες κοινότητες. Το ανώτατο σκαλοπάτι έκφρασης του κοινωνικού συστήματος που ορίζεται ως civilization είναι η πολυσυζητημένη παγκοσμιοποίηση (globalization).
Το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός civilization είναι η ύπαρξη πόλεων ως κέντρων εξουσίας. Kάθε civilization είναι στην ουσία ένα δίκτυο πόλεων που είναι κέντρα παραγωγής και άσκησης εξουσίας, απ’ όπου με πολύπλοκες ζυμώσεις και διαδικασίες δίνονται οι κατευθυντήριες γραμμές σε όλους τους τομείς. Οι πόλεις, ως κέντρα εξουσίας στις ευρύτερες σφαίρες επιρροής έχουν οικονομικές, πολιτικές, διπλωματικές, εθιμικές, κοινωνικές, πνευματικές και κάθε είδους σχέσεις μεταξύ τους, σχηματίζοντας το κοινωνικό σύστημα που ορίζεται ως civilization.
Υπό το πρίσμα αυτό ο ελληνικός όρος πολιτισμός, που εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα τον 18ο αιώνα από τον Αδαμάντιο Κοραή, ως αντιστοίχιση του γαλλικού civilization, και που έλκει την καταγωγή του από τη λέξη πόλις, αντιστοιχεί στον όρο civilization και όχι culture. Δηλώνει ένα δίκτυο πόλεων που εκτείνεται σε μεγάλη γεωγραφική έκταση και οι οποίες αποτελούν κέντρα παραγωγής και άσκησης διαφόρων μορφών εξουσίας και διαμορφώνουν σφαίρες επιρροής, επηρεάζοντας τον τρόπο οργάνωσης της ζωής των ατόμων που ζουν στην έκταση αυτή. Συγχρόνως ο πολιτισμός είναι και ο τρόπος οργάνωσης της ζωής των ατόμων που ζουν σ’ αυτήν τη σφαίρα επιρροής.
Ο όρος culture δεν αντιστοιχεί στον ελληνικό όρο πολιτισμός, αλλά μπορεί να αποδοθεί με τους όρους κοινωνία, ομάδα, κοινότητα, δηλώνοντας ταυτόχρονα και τον τρόπο ζωής των κοινωνικών αυτών συστημάτων. Ο όρος πολιτισμός επίσης δεν είναι δόκιμος για να σηματοδοτεί τα ανώτερα προϊόντα ενός κοινωνικού συστήματος, είτε πρόκειται για πολιτισμό είτε για κάποια κοινότητα, δηλαδή στην αξιολογική του ερμηνεία. Τα ανώτερα προϊόντα κάθε κοινωνικού συστήματος και κυρίως κάθε πολιτισμού, όπως τέχνες, λογοτεχνία κλπ, δεν είναι αυτά καθαυτά ο πολιτισμός, αλλά είναι τα αποτελέσματα του πολιτισμού, αυτά που προκύπτουν από τον τρόπο ζωής μέσα σε ένα κοινωνικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση σταθερότητας, μονιμότητας και συνέχειας. Τα ανώτερα προϊόντα ενός πολιτισμού ή ενός κοινωνικού συστήματος γενικότερα μπορούν να δηλώνονται με τον όρο παιδεία ή καλλιέργεια ή ακόμη και με το ξενόφερτο κουλτούρα που έχει υιοθετηθεί από την ελληνική γλώσσα και αναφέρεται πάντοτε με μια ελιτίστικη διάθεση.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην περιοδική έκδοση του Κέντρου Ιστορίας Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (ΚΙΑΘ, Τετράδια, τ. 3, σ. 11-14, Θεσσαλονίκη, Μάιος 2009