Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

H αγάπη είναι πόλεμος. Πόλεμος με το σύντροφό σου, πόλεμος με τους κόσμους σου και τους ανθρώπους σου και –κυρίως– πόλεμος με τον εαυτό σου, με όλους τους εαυτούς σου...
Η ηρωίδα του βιβλίου, ύστερα από ένα δύσκολο γάμο και ένα επώδυνο διαζύγιο, ζει μέσα σε μια καλά προστατευμένη αταραξία, ως τη στιγμή που γνωρίζει έναν άνδρα ο οποίος τη διεκδικεί με κάθε τρόπο. Αυτή η συνάντηση θα την αναγκάσει να αντιμετωπίσει ξανά τις επιθυμίες και τις ανάγκες της, και να ξεθάψει κομμάτια της που πίστευε πως είχαν νεκρωθεί από καιρό. Θέλει να αφεθεί στον έρωτα, να χτίσει μαζί μ’ αυτό τον άνδρα έναν κόσμο όπως τον έχει ονειρευτεί, και να κλειστεί εκεί μέσα μαζί του. Όμως οι επιτακτικές υποχρεώσεις της, οι άσχημες εμπειρίες της, όλες οι αποσκευές της ζωής της την κάνουν διστακτική, δύσπιστη, καχύποπτη. Βρίσκεται σε ένα διαρκή πόλεμο, αναμετριέται με τη ζωή της, με τις αντοχές της, τις επιφυλάξεις της, τους φόβους της…
Άραγε θα βγει κάτι απ’ όλο αυτόν το χαλασμό ή θα μείνει μόνον ο χαλασμός;

Φωτογραφίες



 Σχετικά με το "Η αγάπη είναι πόλεμος"

Το γράψιμο αυτού του βιβλίου ξεκίνησε σαν μια απλή καταγραφή σκέψεων, αισθήσεων, συναισθημάτων. Ένα πρωινό κοίταζα, ώρα πολλή, από το παράθυρό μου τον ανταριασμένο ουρανό έξω. Είναι μια από τις πολύ αγαπημένες μου εικόνες κι έτσι όπως τον κοίταζα ένιωθα να πλημμυρίζω από λέξεις, επίθετα, ουσιαστικά, μεταφορές, παρομοιώσεις, όλα για να περιγράψουν αυτόν τον ανήσυχο ουρανό που τόσο μου άρεσε.  Ήμουν μπροστά στον υπολογιστή, τον άνοιξα κι άρχισα να γράφω, να περιγράφω. Η περιγραφή του ουρανού μού θύμισε την ζωή μου, με οδήγησε να γράψω και γι αυτήν, να την περιγράψω κι αυτήν με εικόνες, με λέξεις, με φράσεις που τις κουβαλούσα καιρό μέσα μου. Έτσι προέκυψε το κεφάλαιο «Ο ταραγμένος ουρανός».  Η διαδικασία ήταν τόσο γοητευτική, τόσο λυτρωτική που τη συνέχισα και την άλλη μέρα και την επόμενη και τη μεθεπόμενη, καταγράφοντας, περιγράφοντας, αναλύοντας πράγματα που σκεφτόμουν, που ένιωθα, που έβλεπα γύρω μου και με προβλημάτιζαν. Δυο εβδομάδες αργότερα η καταγραφή αυτή είχε αποκτήσει όχι μόνο έναν σεβαστό όγκο, αλλά και νου και καρδιά και ψυχή που με καλούσαν κοντά τους κάθε μέρα, που με κρατούσαν κοντά τους όλη μέρα. Τα ξαναδιάβασα, μου άρεσαν και δεν ήθελα πια να τα χαντακώσω σ’ ένα συρτάρι και να μην τα δει ποτέ κανείς. Ήθελα να τα μοιραστώ και μάλιστα να τα μοιραστώ όχι μόνο με τους δικούς μου, με τους οικείους μου ανθρώπους, αλλά να τα μοιραστώ με όσο πιο πολλούς, όσο πιο πολύ γίνεται.  Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε η ιδέα ενός βιβλίου. Επινόησα τη σχέση ενός άνδρα και μιας γυναίκας και με την ιστορία της σχέσης αυτής «έντυσα» ό,τι είχα γράψει μέχρι τότε. Τα κεφάλαια με τις σκέψεις μου έμειναν σε πρώτο πρόσωπο, ενώ τα κεφάλαια με την αφήγηση της σχέσης των δυο ηρώων γράφτηκαν σε τρίτο πρόσωπο.

Ξεκινώντας να αφηγούμαι μια σχέση δεν είχα μια συγκεκριμένη ιδέα για το πώς θα εξελιχθεί ως το τέλος του βιβλίου. Απλώς ξεκίνησα να γράφω και η εξέλιξη της ιστορίας αρχικά ακολουθούσε τα κεφάλαια με την περιγραφή των σκέψεων και των συναισθημάτων μου. Σιγά σιγά βέβαια οι ήρωες απέκτησαν δική τους ζωή και άρχισαν να οδηγούν αυτοί τις εξελίξεις κι εγώ να ακολουθώ. Τους αγάπησα πολύ αυτούς τους δυο ήρωες, που για μένα ήταν κάτι σαν αρχετυπικά μοντέλα ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Γι αυτό και δεν τους έδωσα ονόματα, γι αυτό και απέφυγα επιμελώς να δώσω πρακτικές πληροφορίες για την εμφάνισή τους, τις δουλειές τους, τον τρόπο ζωής τους. Γι αυτό και είναι μόνοι τους στον κόσμο που έφτιαξα γι αυτούς, με τις απολύτως απαραίτητες μόνο αναφορές στους ανθρώπους γύρω τους.  Ώσπου πλησιάζαμε στο τέλος κι εγώ δεν ήξερα ποιο τέλος να δώσω. Έχοντας ζήσει μαζί με την ηρωίδα μου όλες τις χαρές, τους φόβους, τα πετάγματα της ψυχής, τα πισωγυρίσματα, τα διλήμματα, δεν ήξερα ποιο τέλος θα μπορούσε να διαλέξει. Άφησα, λοιπόν, το βιβλίο χωρίς τέλος, δίνοντας τρεις διαφορετικές εκδοχές κι αφήνοντας τον κάθε αναγνώστη να διαλέξει αυτήν που του ταιριάζει. Εξάλλου ο αρχικός τίτλος του βιβλίου ήταν “Non finito”, δηλαδή ημιτελές, ένας όρος που δανείστηκα από την Ιστορία της Τέχνης και που αναφέρεται στα έργα των μεγάλων Δασκάλων που συνειδητά τα άφησαν ημιτελή.

Η γραφή ενός μεγάλου μέρους του βιβλίου σε πρώτο πρόσωπο έκανε πολλούς από τους αναγνώστες μέχρι τώρα να ταυτίσουν την ηρωίδα με μένα.  Η γυναίκα αυτή έχει ένα μεγάλο κομμάτι από μένα και αρκετούς από τους πολλούς τρόπους που έχω κι εγώ για να αντιμετωπίζω την ζωή.  Πολλούς τρόπους, πολλούς εαυτούς, όπως όλοι μας, όπως γράφω και μέσα στο βιβλίο.  Κάποιοι τρόποι μου ταυτίζονται με τους δικούς της, κάποια πράγματα που έζησε εκείνη τα έζησα κι εγώ, σε κάποιες καταστάσεις ίσως να αντιδρούσα κι εγώ με τον τρόπο που αντιδρά εκείνη. Εξάλλου η βάση αυτού του βιβλίου ήταν μια ανηλεής, αδιάκοπη ενδοσκόπηση, μελέτη του εαυτού μου, των εαυτών μου. Είναι όμως και πολλά τα στοιχεία εκείνα που «δανείστηκα» από τον κόσμο γύρω μου, τύποι ανθρώπων που γνώρισα, ιστορίες που μου διηγήθηκαν, φράσεις που άκουσα και μου έκαναν εντύπωση. Μ’ αρέσει να ακούω ιστορίες. Τις μαζεύω μέσα μου και μετά τις δουλεύω, μια-μια, εξαντλητικά, προσπαθώντας να βρω την αλήθεια μέσα τους, την κάθε αλήθεια, και της μιας και της άλλης πλευράς. Πολλά τέτοια στοιχεία βρήκαν το δρόμο τους και εμφανίστηκαν μέσα στο κείμενό μου. Για παράδειγμα, το σημείο όπου η ηρωίδα αναρωτιέται αν η αντίζηλός της κρεμιέται από τον πολυέλαιο και κάνει σεξ από κει, είναι μια φράση που την άκουσα από μιαν αδελφική φίλη πριν από πολλά, πολλά χρόνια, μου έκανε εντύπωση, την κράτησα μέσα μου και την αποτύπωσα στο βιβλίο. Όπως και την φράση της ηρωίδας, ότι την ζωή της από τα τριάντα της ως τα σαράντα της την χάρισε σε άλλους, την «έκλεψα» από την αδελφή μου, την Φανή.

Στο μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου παραμένει η πρώτη γραφή, το κείμενο δηλαδή όπως το έγραψα την πρώτη φορά.  Ελάχιστες είναι οι διορθώσεις που έγιναν, περισσότερο ήταν ολόκληρα κεφάλαια αυτά που έφυγαν στο τέλος, για να αποκτήσει το βιβλίο ένα λογικό μέγεθος. Κάποια κείμενα προϋπήρχαν του βιβλίου. Το πρώτο κεφάλαιο, «Ο φανταστικός σύντροφός μου», γράφτηκε πριν από είκοσι χρόνια, όταν σπούδαζα στην Αυστρία. Νομίζω εξάλλου ότι αυτό φαίνεται από το απόλυτο ύφος του και την ουτοπία που αναζητάει με πείσμα. Η «Αγρύπνια» γράφτηκε πριν από μερικά χρόνια, σε μια από τις συνηθισμένες αγρύπνιες μου. Το «Πένθος» επίσης, μια νύχτα ξύπνησα ξαφνικά από τον ύπνο μου, σαν κάποιος να με σκούντηξε, πήρα ένα τετράδιο κι έγραψα μεμιάς το Πένθος, ένα από τα πολύ «δικά μου» κείμενα μέσα στο βιβλίο.

Η συγγραφή του βιβλίου δεν κράτησε πάνω από δυο μήνες. Ήταν μια διαδικασία λυτρωτική, ψυχοθεραπευτική, που από τη στιγμή που ξεκίνησε απέκτησε μιαν ασυγκράτητη ορμή που δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτα.  Κι όταν σταμάτησα να γράφω ένιωθα καλά, ένιωθα ανάλαφρη, ανακουφισμένη, χορτάτη. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι από κει και μετά θα ξεκινούσε μια άλλη διαδικασία, το ίδιο ενδιαφέρουσα και προκλητική, αυτή της έκδοσης του βιβλίου. Ξεκίνησε με την επιμέλεια των κειμένων. Η συνεργασία μου με την επιμελήτρια Χριστίνα Γιατζόγλου ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές στην ζωή μου. «Περάσαμε» το κείμενο πολλές φορές μαζί, κάναμε στο τέλος ελάχιστες, αλλά καίριες διορθώσεις και συζητήσαμε ώρες ατέλειωτες για το ύφος του κειμένου, για τις πιο λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας, κάναμε «ψιλοβελονιά» σε κάθε γραμμή, σε κάθε λέξη. Διαφωνήσαμε ώρα πολλή για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να αφήσουμε ένα κόμμα σε μια φράση, για το αν είναι σωστό να αφήσουμε ένα «ωστόσο» όταν προηγείται ένα «παρόλο που..»… Της χάρισα σχεδόν όλα μου τα «ωστόσο», μου χάρισε σχεδόν όλα μου τα κόμματα και τις άπειρες επαναλήψεις λέξεων που έχω μέσα στο κείμενο, που θεωρώ το κείμενό μου μισό χωρίς αυτές. Το να μπορώ να συζητάω έτσι μ’έναν άνθρωπο για το  τι έγραψα και γιατί το έγραψα κι αν θα μπορούσα να το γράψω αλλιώς κι αν θα αλλοιωνόταν το τελικό νόημα του κειμένου, ήταν για μένα μια από τις πιο προκλητικές και δημιουργικές φάσεις της ζωής μου μέχρι τώρα και θέλω να ευχαριστήσω θερμά τη Χριστίνα που σεβάστηκε το κείμενό μου, τις εμμονές μου και τις αδυναμίες μου.

Και μετά απ’ αυτό συνεχίσαμε με την ομάδα συνεργατών των εκδόσεων Ψυχογιός, να βρούμε τον τελικό τίτλο, να σχεδιάσουμε το εξώφυλλο, να γράψουμε την περίληψη, να ετοιμάσουμε το video,  να επιλέξουμε τη μουσική, να ετοιμάσουμε την παρουσίαση, να διαφωνήσουμε και να συμφωνήσουμε, να προσπαθήσουμε να πείσουμε και συγχρόνως να καταλάβουμε ο ένας τη θέση του άλλου κι όλα αυτά μέσα από πολύ δημιουργικούς δρόμους, με πολύ σεβασμό και έχοντας όλοι έναν τελικό στόχο στο μυαλό μας, το καλό ταξίδι του βιβλίου. Τους ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου γι αυτές τις τόσο γεμάτες στιγμές.

Εύχομαι όσοι πάρουν στα χέρια τους το βιβλίο να περάσουν κι αυτοί, ο καθένας με τον τρόπο του, γεμάτες στιγμές…